[kálpi] + [fílo]
[kálpi] + [fílo] κάλπη, η [kálpi] : κιβώτιο που έχει μια σχισμή στην επάνω πλευρά του, μέσα στην οποία οι εκλογείς ρίχνουν το ψηφοδέλτιοφύλο, το [fílo]: το γένος (αρσενικό ή θηλυκό) ανθρώπων ή ζώων Λεξικών ορισμοί. Ορίζουν τις λέξεις με αντικειμενικές αναφορές σε συνθήκες που παρουσιάζονται ως αντικειμενικές αλήθειες. Tο Μάρτιο του 2019, κατά τη […]