[kálpi] + [fílo]

κάλπη, η [kálpi] : κιβώτιο που έχει μια σχισμή στην επάνω πλευρά του, μέσα στην οποία οι εκλογείς ρίχνουν το ψηφοδέλτιο φύλο, το [fílo]: το γένος (αρσενικό ή θηλυκό) ανθρώπων ή ζώων Λεξικών ορισμοί. Ορίζουν τις λέξεις με αντικειμενικές αναφορές σε συνθήκες που παρουσιάζονται ως αντικειμενικές αλήθειες. Τι γίνεται, όμως, όταν οι αλήθειες δεν είναι […]

[kálpi] + [fílo] Read More »